- ρουσφέτι
- τό1) взятка; 2) льгота; 3) перен. услуга, одолжение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρουσφέτι — και ροσφέτι, το, Ν 1. δωροδοκία 2. χαριστική παροχή εκ μέρους τής κυβερνητικής ή άλλης εξουσίας, σε οπαδούς ή γνωστούς, με καταστρατήγηση συνήθως τής νομοθεσίας και τών κανονισμών, αποτέλεσμα φανερής ή κρυφής συναλλαγής 3. οποιαδήποτε χαριστική… … Dictionary of Greek
ρουσφέτι — το (λ. τουρκ.), χαριστική εξυπηρέτηση: Πολλοί βουλευτές κάνουν ακόμη ρουσφέτια στους πολιτικούς τους φίλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Fakelaki — (griechisch φακελάκι, auch Fakellaki (φακελλάκι), „kleiner Umschlag“) ist eine in Griechenland geläufige Bezeichnung für eine bestimmte Form der Korruption. Dabei wird dem Empfänger diskret ein Geldbetrag in einem Umschlag überreicht, um… … Deutsch Wikipedia
Periptero — in Georgioupoli/Kreta Periptero … Deutsch Wikipedia
ροσφέτι — το, Ν βλ. ρουσφέτι … Dictionary of Greek
ρουσφετολόγος — ο, θηλ. ρουσφετολόγα, Ν αυτός που κάνει ρουσφέτια ή που επιδιώκει ρουσφέτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουσφέτι + λόγος*. Η λ., στον πληθ. ρουσφετολόγοι, μαρτυρείται από το 1816 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
επαφή — η 1. το άγγιγμα. 2. το κοινό σημείο όπου δύο σώματα αγγίζουν το ένα το άλλο: Δεν κάνουν επαφή τα καλώδια. 3. η συνουσία: Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης δε θα έρθετε σ επαφή. 4. μτφ., η πρώτη συνάντηση με κάποιον για στενότερη επικοινωνία ή έναρξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χατίρι — το (λ. τουρκ.) 1. χάρη, ρουσφέτι: Κάνε μου το χατίρι. 2. φρ., «για χατίρι σου», για χάρη σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)